- ξεστεριά
- ηβλ. ξαστεριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεστεριά — η βλ. ξαστεριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαστεριά — και ξεστεριά, η [ξάστερος] η κατάσταση τού έναστρου ή ανέφελου ουρανού, η αιθρία («πότε θα κάνει ξαστεριά...») … Dictionary of Greek
ξαστεριά — ξαστεριά, η και ξεστεριά, η η κατάσταση του έναστρου και καθαρού ουρανού: Σ όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ όλο τον κόσμο ήλιος (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)